ξυλοπέδιλο(ν)

ξυλοπέδιλο(ν)
το деревянная сандалия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλοπέδιλο(ν)" в других словарях:

  • ξυλοπέδιλο — το είδος υποδήματος από χοντρό ξύλινο πέλμα και πλατιές δερμάτινες λωρίδες που συγκρατούν το πέλμα, το τσόκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπέδιλο — το παπούτσι, υπόδημα με ξύλινο πέλμα, αλλ. τσόκαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τσόκαρο — το (λ. ιταλ.) 1. ξυλοπέδιλο, ξύλινο παπούτσι. 2. μτφ., χυδαία γυναίκα, κακοφτιαγμένη και κουτσομπόλα: Μ αυτό το τσόκαρο κάνεις παρέα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»